αυονή
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
(I)
αὐονή, η (Α)
ξηρασία, στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + -ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή.
(II)
ἀυονή, η (Α)
κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αύω (II), είτε, κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα αύος, αυαίνω].