αυτογνώμων

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

αὐτογνώμων, -ον (AM)
μσν.
αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας
αρχ.
αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)].