Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτογνώμων

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτογνώμων Medium diacritics: αὐτογνώμων Low diacritics: αυτογνώμων Capitals: ΑΥΤΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: autognṓmōn Transliteration B: autognōmōn Transliteration C: aftognomon Beta Code: au)tognw/mwn

English (LSJ)

αὐτογνώμον, gen. ονος, on one's own judgement, at one's own discretion, αὐτογνώμονας κρίνειν, opp. κατὰ γράμματα, Arist.Pol.1270b29, cf. 1272a39. Adv. αὐτογνωμόνως = with one's own responsibility, on one's own initiative Plu.Demetr.6: —hence substantive αὐτογνωμοσύνη, ἡ, Zonar.

Spanish (DGE)

-ον
1 que obra según su propio juicio, que decide a su discreción αὐτογνώμονας κρίνειν op. κατὰ γράμματα Arist.Pol.1270a29, αὐτογνώμονας ἄρχειν ejercer un gobierno absoluto Arist.Pol.1272b39, cf. Them.Or.13.171d, ὅπως ἂν αὐτογνώμων ἡ δωρεὰ νομισθῇ Them.Or.34.462.
2 adv. -όνως obrando por propia decisión οὐ μὴν αὐ. ταῦτ' ἔπραξεν Plu.Demetr.6.

German (Pape)

[Seite 396] ον (γνώμη), nach eigenem Willen handelnd, nach eigenem Urtheil entscheidend, κρίνειν, entgeggstzt κατὰ γράμματα, nach geschriebenen Gesetzen, Arist. Pol. 2, 7; eigenmächtig, ἐπανόρθωσις Dion. Hal. 5, 73. – Adv., Plut. Demetr. 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui agit d'après sa propre détermination, en décidant par soi-même.
Étymologie: αὐτός, γνωμή.

Russian (Dvoretsky)

αὐτογνώμων: 2, gen. ονος действующий по личному усмотрению, самовластный (αὐτογνώμονας κρίνειν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ πράττων ἢ ἀποφασίζων τι αὐτογνωμόνως χωρὶς νὰ λάβῃ ὑπ’ ὄψει μήτε τοὺς νόμους μήτε τὴν γνώμην ἄλλου, ἔτι δὲ καὶ τῶν κρίσεων εἰσὶ μεγάλων κύριοι οἱ τυχόντες· διόπερ οὐκ αὐτογνώμονας βέλτιον κρίνειν, ἀλλὰ κατὰ τὰ γράμματα καὶ τοὺς νόμους Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 23· αὐτ. ἄρχειν, ἀπολύτως ἄρχειν, αὐτόθι 2. 10, 11. Ἐπίρρ. -όνως Πλουτ. Δημήτρ. 6. - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. αὐτογνωμοσύνη, ἡ, Ζωναρ. Λεξ. σ. 1371.

Greek Monolingual

αὐτογνώμων, -ον (AM)
μσν.
αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας
αρχ.
αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτογνώμων: -ον, γεν. -όνος, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με την κρίση του, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του λογική, σε Αριστ.· επίρρ. -όνως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

on one's own judgment, at one's own discretion, Arist.: adv. -όνως, Plut.