αφέτης

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.