αφαρπάζω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

(AM ἀφαρπάζω)
αρπάζω κάτι βίαια
νεοελλ.
(-ομαι) είμαι ευέξαπτος, παραφέρομαι
μσν.
1. απάγω γυναίκα
2. (για το βλέμμα) απομακρύνω
αρχ.
1. κλέβω
2. αρπάζω κάτι με προθυμία και αποφασιστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + αρπάζω].