οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ο (AM ἀφορισμός)1. αξίωμα, ορισμός σύντομος και ακριβής2. εκκλησιαστική ποινή που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια αποκοπή κάποιου πιστού από το σώμα της Εκκλησίαςαρχ.διάκριση, ορισμός.