οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
(-άω)
1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα»)
2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + -κοπώ (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)].