αφύπνιση

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η αφυπνίζω
έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα
2. αναζωπύρωση αισθήματος, εκδήλωση ζωηρού ενδιαφέροντος για κάτι (αφύπνιση της παλιάς έχθρας).