αἰωνίζω
From LSJ
τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
English (LSJ)
to be eternal, Phot., Suid.; to be eternalized, Dam.Pr.105.
Spanish (DGE)
1 ser eterno χαρά Rom.Mel.55.κζʹ.3.2, cf. A.Barth.5, Phot.α 679, Sud.
2 v. med. convertirse en eterno τὸ ἔγχρονον Dam.in Prm.405.
Greek (Liddell-Scott)
αἰωνίζω: εἰμὶ αἰώνιος, Θεόδ. Μετοχ. 358, Σουΐδ. κτλ.
Greek Monolingual
αἰωνίζω (Μ) αἰών
είμαι ή γίνομαι αιώνιος, υπάρχω για πάντα, έχω διαιωνισθεί.