βάδιση
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
Greek Monolingual
η (AM βάδισις) βαδίζω
το να βαδίζει κανείς, περπάτημα
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.