βέβασαν
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
v. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. pqp. Pass. de βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βέβασαν poët. indic. plqperf. 3 plur. van βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
βέβᾰσαν: эп. 3 л. pl. ppf. к βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βέβᾰσαν: ἴδε ἐν λ. βαίνω.
Greek Monotonic
βέβᾰσαν: συγκεκ. τύπος αντί ἐβεβήκεσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του βαίνω.