βιδώνω

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

βίδα
1. τοποθετώ βίδα σε μια επιφάνεια στρέφοντάς την
2. φρ. α) «κάθεται βιδωμένος» — ακίνητος
β) «έτσι μου τη βίδωσε» — πήρα αυτή τη σταθερή απόφαση.