βομβαλοβομβάξ
From LSJ
English (LSJ)
interjection, prodigious! (v. sub βομβάξ).
Spanish (DGE)
intens. de βομβάξ requetediantre Ar.Th.48.
German (Pape)
[Seite 453] wie βομβάξ, Ar. Th. 48. 45, kom. Ausruf des Staunens.
Greek Monolingual
βομβαλοβομβάξ (Α)
(επιφών. ειρων.) βομβάξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό].
Russian (Dvoretsky)
βομβαλοβομβάξ: Arph. усил. к βομβάξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βομβαλοβομβάξ βόμβος, βομβάξ interj., driedubbeldonders! papperlepapperlepap!