βρομῶδες
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande