βροχός

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο βρόχος
1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι
2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος.
(II)
ο βρέχω
λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής.