βρόμη

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

η και βρώμη, η και βρόμι, το βρόμος (Ι), βρώμος (Ι)]
ονομασία ειδών του γένους αβένα που χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή.