βυρσοποιός
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
βυρσοποιόν, tanning hides, Din.Fr.89.19.
Spanish (DGE)
-όν curtidor Din.Fr.23 (p.149).
German (Pape)
[Seite 468] Gerber, Dinarch. bei Poll. 7, 160.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοποιός: -ον, ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ζ’, 160.
Greek Monolingual
βυρσοποιός, ο (Α)
ο βυρσοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -ποιός < ποιώ].