βύθος

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

το (Μ βύθος)
1. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης
2. τα έγκατα της γης
νεοελλ.
1. λήθαργος, αποκάρωμα
2. φρ. «διαβαίνω στα βύθη» ή «βυθίζομαι στα βύθη» — χάνομαι, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυθίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό ή, κατ' άλλους, < βυθός, με αναβιβασμό του τόνου κατά τα χόνδρος, ψήλος κ.ά.].