βύθος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
το (Μ βύθος)
1. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης
2. τα έγκατα της γης
νεοελλ.
1. λήθαργος, αποκάρωμα
2. φρ. «διαβαίνω στα βύθη» ή «βυθίζομαι στα βύθη» — χάνομαι, εξαφανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυθίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό ή, κατ' άλλους, < βυθός, με αναβιβασμό του τόνου κατά τα χόνδρος, ψήλος κ.ά.].