γεγονός

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το (AM γεγονός)
1. κάθε τι που έχει ήδη γίνει
2. το περιστατικό
3. η πραγματικότητα, το δεδομένο
4. πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
5. φρ. «τετελεσμένο γεγονός», πράξη ή συμβάν το οποίο δεν είναι δυνατόν ν' αλλάξει και αναγκαστικά γίνεται δεκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. παρακμ. του ρ. γίγνομαι «συμβαίνω». Η χρήση της λ. ως ουσ. ήδη από την αρχαία (Πλ. Πολιτ. 392). Εξάλλου ορισμένες φράσεις της νέας Ελληνικής με τη λ. γεγονός αποτελούν πιθ. ξενισμούς
π.χ. το γεγονός είναι ότι... (πρβλ. γαλλ. le fait est que...), εκ του γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. du fait que...), επιμένει επί του γεγονότος (πρβλ. γαλλ. il insiste sur le fait que), λαμβανομένου υπ' όψιν του γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. compte tenu du fait κ.ά.].