γελασηνός

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γελασηνός, -ή, -όν)
1. ο γελαστός, ο εύθυμος
2. (για τόπους) ο χαριτωμένος («γελασηνό ακρογιάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ηνός].