γελασηνός
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-ή, -ό (Α γελασηνός, -ή, -όν)
1. ο γελαστός, ο εύθυμος
2. (για τόπους) ο χαριτωμένος («γελασηνό ακρογιάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ηνός].