γιατί

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

(μόρ. και σύνδ.)
Ι. (ως ερωτημ. μόρ.) (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις)
1. για ποιόν λόγο;
2. για ποιό ή με τί σκοπό; II. (ως σύνδ. αιτιολογικός)
1. (σε εξαρτημένες αιτιολογικές προτάσεις ή αποκρίσεις) επειδή, διότι, για τον λόγο ότι...
2. (με άρθρο το ουδ. ως ουσ.) το γιατί (πληθ. τα γιατί)
λόγος, αιτία, δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. το μόριο γιατί < (αρχ. φρ.) διά τι, ενώ ο αιτιολογικός σύνδεσμος γιατί < φρ. για ότι].