γιατροσόφι
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
και ιατροσόφι, το (Μ ἰατροσόφιον)
1. λαϊκό βιβλίο εμπειρικής ιατρικής που περιέχει κυρίως συλλογή συνταγών εμπειρικών φαρμάκων και άλλη παρόμοια ύλη όπως εξορκισμούς, ερμηνείες ονείρων κ.λπ.
2. συνήθ. στον πληθ. τα γιατροσόφια
τρόπος εμπειρικής θεραπείας νόσων ή τραυμάτων
3. πρακτικό εμπειρικό φάρμακο που ο τρόπος παρασκευής του τηρείται συνήθως μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιατροσόφι < μσν. ιατροσόφιον < ιατρός + σοφία.