γιώτα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

το
1. το ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (ι, Ι)
2. φρ. «δεν αλλάζω ούτε ένα γιώτα» — δεν αλλάζω ούτε το παραμικρό από όσα είπα ή έγραψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. γιώτα < ιώτα, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος io - (πρβλ. ιατρός -γιατρός)].