γκέτα

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η
1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα της κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι
2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) του ποδιού και του κάτω μέρους της κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το παντελόνι
3. δερμάτινο περικάλυμμα τών κνημών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ιταλ. ή βενετ.) ghetta «περικνημίδα»].