ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
η
1. θηλυκός χοίρος
2. γυναίκα λαίμαργη ή βρόμικη
3. παιχνίδι κατά το οποίο προσπαθούν να βάλουν κομμάτι ξύλου ή σφαιρικό αντικείμενο μέσα σε λάκκο ανοιγμένο στο κέντρο κύκλου.