γραμματιζούμενος

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εγγράμματος, μορφωμένος
2. ειρων. αυτός που προβάλλει τον εαυτό του ως μορφωμένο χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματίζω. Επιθετοποιημένη μετοχή μέσου ενεστώτα σε -ούμενος, αναλογικά σχηματισμένη προς τις μετοχές τών ρημάτων σε -ούμαι (πρβλ. μελλούμενο, γελαζούμενος)].