δασυμέτωπος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
δασυμέτωπον, with hairy forehead, κριός Gp.18.1.3.
Spanish (DGE)
-ον de testuz peluda κριός Gp.18.1.3.
German (Pape)
[Seite 524] κριός, mit dichtbehaarter Stirn, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυμέτωπος: -ον, ἔχων τὸ πρόσωπον κεκαλυμμένον διὰ τριχῶν, κριὸς Γεωπ. 18. 1, 3.
Greek Monolingual
δασυμέτωπος, -ον (Μ)
φρ. «κριοὺς δασυμετώπους» — κριάρια με πυκνές τρίχες στο μέτωπο.