δειλοκοπώ

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

δειλοκοπῶ (-έω) (Α)
εξαπατώ ή τρομοκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + -κοπώ < -κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)].