δενδρώεις

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

German (Pape)

[Seite 546] = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρώεις: εσσα, εν, =δενδρήεις, Νόνν. Δ. 18. 127.

Greek Monolingual

δενδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δενδρήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώεις. Το –ω- του επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)].