δερμόνι

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το
μεγάλο κόσκινο για σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (κατάλ.) -ονι. Η ετυμολ. σύνδεση της λ. με το αρχ. δρόμων «γρήγορο καράβι» δεν φαίνεται πολύ πιθανή].