διάγνωση

From LSJ

Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art

Menander, Monostichoi, 162

Greek Monolingual

η (Α διάγνωσις) διαγιγνώσκω
1. εικασία, συμπερασμός
2. ο προσδιορισμός της ασθένειας από την οποία πάσχει κάποιος
αρχ.
1. η διευκρίνηση, η διάκριση
2. σχηματισμός γνώμης, απόφαση
3. η δύναμη ή το μέσον του να διακρίνει κανείς κάτι.