διάθρεψη

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

η (AM διάθρεψις, -εως) διατρέφω
1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο
2. το αποτέλεσμα της θρέψης
3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή.