ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
η (AM διάθρεψις, -εως) διατρέφω1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο2. το αποτέλεσμα της θρέψης3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή.