διάθρεψη

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

η (AM διάθρεψις, -εως) διατρέφω
1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο
2. το αποτέλεσμα της θρέψης
3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή.