διάνθιση
From LSJ
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
Greek Monolingual
η (Α διάνθισις) διανθίζω
1. ανθοστόλισμα, διακόσμηση με άνθη
2. εμπλουτισμός λόγου με ωραίες εκφράσεις και ρητορικά σχήματα.