διαγγελία
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
ἡ, notification, J.BJ3.8.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
divulgación, notificación εἰ προαποθάνοι τῆς διαγγελίας I.BI 361
•en lit. crist. predicación τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Origenes M.12.84B.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, Meldung durch einen Boten, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διαγγελία: ἡ, ἡ δι' ἀγγελιαφόρου γνωστοποίησις, Ἰώσηπ. Ἰουδ. Π. 3. 8, 5.
Greek Monolingual
η (AM διαγγελία) διάγγελος
η επίσημη γνωστοποίηση με διαγγελέα.