διαληκάομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
laugh at, Ael.Dion.Fr.125:—hence διαληκίνδα, a game, Theognost. in AB1353a.
Spanish (DGE)
mofarse, burlarse Ael.Dion.δ 18, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διαληκάομαι: ἀποθ., περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Αἲλ. Διον. παρ᾿ Εὐστ. 1208. 41.