διαμόρφωση

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

η (AM διαμόρφωσις, -εως) διαμορφώνω
1. διάπλαση, σχηματισμός
νεοελλ.
1. διευθέτηση
2. ο τρόπος με τον οποίο έχει μορφοποιηθεί κάτιδιαμόρφωση του εδάφους»)
3. τελικός σχηματισμός, οριστική μορφή
αρχ.
σχήμα ή τρόπος έκφρασης, η διατύπωση.