διασκέδαση
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
η (AM διασκέδασις)
νεοελλ.
1. ψυχαγωγία, τέρψη
2. ευωχία, γλέντι
αρχ.-μσν.
διασπορά, διασκορπισμός.