διαστημόμετρο
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
το
1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών
2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση της απόστασης του στόχου
3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή χάραξη γραμμών
4. (τυπογρ.) σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση του πλάτους τών σελίδων βιβλίου.