διαστρέβλωση
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
Greek Monolingual
η (AM διαστρέβλωσις)
διαστρεβλώ
1. η αλλοίωση που προέρχεται από στρέβλωση, παραμόρφωση
2. παραποίηση, τροποποίηση («διαστρέβλωση λόγων»).