διαυγέω

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγέω Medium diacritics: διαυγέω Low diacritics: διαυγέω Capitals: ΔΙΑΥΓΕΩ
Transliteration A: diaugéō Transliteration B: diaugeō Transliteration C: diavgeo Beta Code: diauge/w

English (LSJ)

A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49.
II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4.
III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.

Spanish (DGE)

I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.

German (Pape)

[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.

French (Bailly abrégé)

διαυγῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.

Russian (Dvoretsky)

διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.