διαυξάνω
From LSJ
English (LSJ)
spread out, Aët.7.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. fem. διαυξάνασα Aët.7.1]
extender, desarrollar ἡ γὰρ φύσις τὰ ἀπ' ἐγκεφάλου καταφερόμενα νεῦρα ἐπὶ τὰς χώρας τῶν ὀφθαλμῶν ... διαυξάνασα Aët.l.c.
Full diacritics: διαυξάνω | Medium diacritics: διαυξάνω | Low diacritics: διαυξάνω | Capitals: ΔΙΑΥΞΑΝΩ |
Transliteration A: diauxánō | Transliteration B: diauxanō | Transliteration C: diafksano | Beta Code: diauca/nw |
spread out, Aët.7.1.
• Morfología: [pres. part. fem. διαυξάνασα Aët.7.1]
extender, desarrollar ἡ γὰρ φύσις τὰ ἀπ' ἐγκεφάλου καταφερόμενα νεῦρα ἐπὶ τὰς χώρας τῶν ὀφθαλμῶν ... διαυξάνασα Aët.l.c.
διαυξάνω (Α)
εκτείνω, εξαπλώνω.