διπλεῖ
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
Doric for διπλῇ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διπλῇ ICr.4.10q-r, 13g-i (ambas VI a.C.), 57.2 (V a.C.), Pl.Lg.868a; διπλῆ IG 9(1).694.71 (Corcira III/II a.C.)
adv. el doble en cantidad o valor, multiplicado por dos δέκα στ[ατ] ε͂ρανς καταστασεῖ, τō δὲ κρε̄́ιος διπλεῖ pagará diez estateres, el doble del valor de la cosa (robada) ICr.4.72.3.15, cf. 2.7 (V a.C.), τό δὲ μίσθωμα δ. ἀποτεισεῖ TEracl.1.109 (IV a.C.), cf. IG l.c., ἐκπρηττόντων δὲ οἱ ἱεροπ<ο>οὶ ὀφελόντων διπλε<ῖ> IG 12(9).90.8 (Eretria IV a.C.), δ. τὸ βλάβος ἐκτεισάτω τῷ κεκτημένῳ Pl.l.c.