διπλιάζω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
διπλός
1. διπλασιάζω
2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός
3. κάνω ζάρες, τσακίσεις
4. διπλώνομαι, ζαρώνω.