δολοεργής

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολοεργής Medium diacritics: δολοεργής Low diacritics: δολοεργής Capitals: ΔΟΛΟΕΡΓΗΣ
Transliteration A: doloergḗs Transliteration B: doloergēs Transliteration C: doloergis Beta Code: doloergh/s

English (LSJ)

δολοεργές, working by fraud, Man.4.394:—also δολοεργός, όν, ib.57, al.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [ac. no contr. -έα]
fraudulento, doloso διὰ μοιχοσύνην δολοεργέα νυμφευθεῖσα Man.4.394.

German (Pape)

[Seite 655] ές, = folgdm, Man. 4, 394.

Greek (Liddell-Scott)

δολοεργής: -ές, διὰ δόλου ἐργαζόμενος, Μανέθ. 4. 394· οὕτω, δολοεργός, όν, αὐτόθι 57, κτλ.