δυσεμής

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεμής Medium diacritics: δυσεμής Low diacritics: δυσεμής Capitals: ΔΥΣΕΜΗΣ
Transliteration A: dysemḗs Transliteration B: dysemēs Transliteration C: dysemis Beta Code: dusemh/s

English (LSJ)

δυσεμές, hard to make to vomit, Gal.17(2).329, prob. l. in Dsc.4.153; cf. δυσημής.

Spanish (DGE)

-ές
que vomita con dificultad Dsc.4.153.3, Gal.11.55, 12.536, 17(2).329, Sch.Ar.Ach.584, cf. δυσημής.

German (Pape)

[Seite 679] ές, schwer zum Erbrechen zu bringen, Medic.; vgl. δυσημής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεμής: -ές, ὁ δυσκόλως ἐμῶν, εἰώθασιν οἱ δυσεμεῖς πτερῷ χρῆσθαι Γαλην. 9, 546· πρβλ. δυσημής.

Greek Monolingual

δυσεμής και δυσημής, -ές (Α)
αυτός που δεν μπορεί να κάνει εμετό, παρά την τάση προς εμετό.