ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
εἰσακοντίζω (Α)1. ρίχνω το ακόντιο εναντίον κάποιου2. (για αίμα) εξορμώ, αναπηδώ.