εἰσακοντίζω

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰκοντίζω Medium diacritics: εἰσακοντίζω Low diacritics: εισακοντίζω Capitals: ΕΙΣΑΚΟΝΤΙΖΩ
Transliteration A: eisakontízō Transliteration B: eisakontizō Transliteration C: eisakontizo Beta Code: ei)sakonti/zw

English (LSJ)

A throw javelins at or hurl javelins at, τινά Hdt.1.43,9.49; ἐς τὰ γυμνά Th.3.23: c. acc., τὴν χίμαιραν εἰσηκοντικώς Epin.2.10:—Pass., dart, εἰ. μυῖα καθάπερ βέλος Ph.2.101.
2 abs., spout, of blood, E.Hel.1588.

Spanish (DGE)

(εἰσᾰκοντίζω) • Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.43
I 1lanzar, disparar dardos ἐσακοντίζοντές τε καὶ ἐστοξεύοντες Hdt.9.49, ἀμύνασθαι τοὺς εἰσακοντίζοντας Plb.2.30.4, c. ac. αὐτὸ (τὸ θηρίον) κύκλῳ ἐσηκόντιζον Hdt.l.c., τὴν ... Χίμαιραν Epin.2.10, c. εἰς y ac. ἐσηκόντιζον ἐς τὰ γυμνά (σώματα) Th.3.23, cf. Plb.9.3.2.
2 fig. salir disparado, brotar αἵματος δ' ἀπορροαὶ ἐς οἶδμ' ἐσηκόντιζον E.Hel.1588.
II en v. med. lanzarse (ἡ κυνόμυια) καθάπερ βέλος εἰσακοντίζεται Ph.2.101.

German (Pape)

[Seite 740] wohinein, auf Etwas (den Wurfspieß) schleudern; absol., Her. 1, 43; Thuc. 2, 79, öfter; auch εἴς τινα, 3, 23; ἀπὸ τοῦ Πηγάσου τὴν χίμαιραν εἰσηκοντικώς Epinic. Ath. XI, 497 h. Übertr., αἵματος ἀποῤῥοαὶ ἐς οἶδμ' ἐςηκόντιζον οὕρια ξένῳ Eur. Hel. 1588.

French (Bailly abrégé)

lancer un javelot ou des javelots sur, acc. ou ἐς et l'acc..
Étymologie: εἰς, ἀκοντίζω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσᾰκοντίζω: ион. и староатт. ἐσακοντίζω
1 метать копья, поражать копьем (τὸν ὗν Her.; ἐς τὰ γυμνά Thuc.);
2 стремительно хлынуть, бить ключом (αἵματος ἀπορροαὶ ἐσηκόντιζον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ῥίπτω ἀκόντια ἐναντίον τινός, περιστάντες τὸ θηρίον κύκλῳ ἐσηκόντιζον Ἡρόδ. 1. 43., 9. 49· εἰς τὰ γυμνὰ Θουκ. 3. 23· μετ’ αἰτ., τὴν πύρπνοον χίμαιρα εἰσηκοντικὼς Ἐπινίκιος ἐν «Ὑποβαλλομέναις» 1. 10. 2) ἀπολ. ἐξορμῶ, ἀναπηδῶ, ἐπὶ αἵματος, Εὐρ. Ἑλ. 1588.

Greek Monolingual

εἰσακοντίζω (Α)
1. ρίχνω το ακόντιο εναντίον κάποιου
2. (για αίμα) εξορμώ, αναπηδώ.

Greek Monotonic

εἰσᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ·
1. ρίχνω ή εκσφενδονίζω ακόντια εναντίον, τινά, σε Ηρόδ.· εἰς τὰ γυμνά, σε Θουκ.
2. απόλ., τρέχω ή ξεπηδώ, λέγεται για αίμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
1. to throw or hurl javelins at, τινά Hdt.; εἰς τὰ γυμνά Thuc.
2. absol. to dart or spout, of blood, Eur.

Lexicon Thucydideum

iaculari, to hurl, throw, 2.79.6. 3.23.4, 3.97.3. 3.98.1. 3.98.2. 5.10.9. 7.78.3. 7.78.6.